- Τενέδιον
- Τενέδιοςmasc acc sgΤενέδιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή … Dictionary of Greek
Тенедос — (Τένεδος, Tenedus) остров близ берега Троады, в 40 стадиях (7 вер.) от материка; другие названия его в древности были Калидна, Левкофрис, Фойника, Лирнесс, Тенн. Окружность острова 80 стадий (около 14 верст). На Т. был эолийский город того же… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона